Κ Α Ι Ν Ο Τ Ο Μ Ι Α
Ν Ε ΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΊΕΣ
Νέα οικολογικά
δομικά υλικά φυτ ι κής προέλευσης
Αντώνης Φραγκουδάκης
Αν. Καθηγητής, Εργαστήριο
Γεωργικών Κατασκευών
Δοκίμιο ΕΚχρήσιμο ως θερμομονωτικό υλικόή
υλικόσυσκευασίας
*Αναοημοσίευση από το περιοδικό
"ΤΡΙΠΤΟΛΕΜΟΣ"τουΓεωπονικού ΠανΙμίου
Αθηνών (τ. 5, Ιανουάριος '97)
1. Εισαγωγή
Η σημερινή αναδιάρθρωση της Ευρωπαϊ
κής Γεωργίας στοχεύει τόσο στη δημιουρ
γία νέων φιλικών προς το περιβάλλον δρα
στηριοτήτων, που θα μπορούσαν να βοη
θήσουν την τοπική βιομηχανία-βιοτεχνία
σε μια αειφόρο ανάπτυξη, όσο και στην α
νάπτυξη των "άγονων" περιοχώ ν του ευ
ρωπαϊκού Νότου. Μέσα σ' αυτή την προο
πτική το Εργαστήριο Γεωργικών Κατα
σκευών του ΓΠΑ συμμετείχε στο ερευνητι
κό τεχνολογικό πρόγραμμα "The use of
C4 perennial crops (Miscanthus) as basis
material for the construction of buildings"
που χρηματοδότησε η Ευρωπαϊκ ή Κοινό
τητα με στόχο την παραγωγή νέων οικο
λογικών δομικών υλικών με πρώτη ύλη το
καλάμι Μίσχανθο που καλλιεργήθηκε πει
ραματικά στην Ελλάδα.
2. Δομικά Υλικά
Τα υπάρχοντα θερμομονωτικά υλικά καλύ
πτουν ένα πολύ μεγάλο μέρος της διε
θνούς βιβλιογραφίας σε σημείο που θα ή
ταν άσκοπο να προσπαθήσει κανείς να πε
ριγράψει έστω και τα κυριότερα από αυτά
μέσα σε λίγες σελίδες. Αυτό οφείλεται
στο γεγονός ότι ο συνολικός αριθμός των
δημοσιεύσεων πάνω στα θερμομονωτικά
υλικά των τελευταίων είκοσι χρόνων ανέρ
χεται σε μερικές χιλιάδες. Χαρακτηριστικό
της περιόδου αυτής είναι η απασχόληση
των ερευνητών με τη δημιουργία, την πα
ραγωγή και τη βελτιστοποίηση των θερμο
μονωτικώ ν υλικών με πρώτο στόχο την ό
σο γίνεται χαμηλότερη θερμική αγωγιμό
τητα, βλ. Probert and Giani (1976) Vafai
and Belwafa (1990). Πολύ αργότερα οι ε
ρευνητές ασχολήθηκαν και με άλλες ιδιό
τητες των υλικών αυτών, όπως η πυραντο-
χή ή ακόμα οι επιπτώσεις τους στο περι
βάλλον.
Σταθμό στην εξέλιξη των θερμομονωτικών
υλικών απετέλεσε η πρώτ η ενεργειακή
κρίση των αρχών του 1970, όπου η επιτα
γή περιορισμού των αναγκών σε θέρμαν
ση οδήγησε σε άνθηση στην αγορά θερ
μομονωτικών υλικών που αυξήθηκε ταχύ
τατα για να φτάσει σ' ένα κύκλο εργασιών
της τάξης του 1.000.000.000 £ το χρόνο,
βλ. Probert and Giani (1976). Πράγμα που
εντάθηκε με την ενίσχυση της θερμομό
νωσης και οδήγησε τελικά σε πάχη της τά
ξης των 0.2 m για τους τοίχους και 0.3 m
για τα δώματα. Η προσπάθεια αυτή μαζί
με τη βελτίωση των ανοιγμάτων (διπλά ή
τριπλά τζάμια) είχε ως αποτέλεσμα κτίρια
με ελάχιστες ανάγκες θέρμανσης, βλ.
Granum (1990). Αυτή όμως η τάση υπερ-
μόνωσης, όπως και η αναζήτηση υλικών
με όλο και χαμηλότερη θερμική αγωγιμό
τητα ,δεν οδηγεί σε ικανοποιητικά πάντα
αποτελέσματα γιατί ακόμα και αν επιλέ
ξουμε τα καλύτερα υλικά, ακόμα και τότε
το αποτέλεσμα μπορεί να είναι οικτρό αν
η κατασκευή γίνει από μη ειδικευμένους
εργάτες, βλ. Robert and Giani (1976) και η
συμπεριφορά ενός κτιρίου είναι τελείως
αλλοιώτικη αν προβλεφθούν παθητικά η-
ΑοκίμιοΑΚΙΙ κατασκευασμένομε χαμηλήπίεση
πουσυνδυάζει ταπλεονεκτήματατου
θερμομονωτικού υλικούμε αυτάτηςμοριοσανίδας
λιακά συστήματα, βλ. Ljungdahl and
Ribbing (1989).
Όλα όμως τα παραπάν ω αφορούν κατά
κύριο λόγο τις Βορειοευρωπαϊκές χώρες
ενώ στις χώρες της Νότιας Ευρώπη ς οι α
νάγκες για δροσισμό είναι ο καθοριστικός
παράγοντας, βλ. Frangoudakis (1990).
Αλλά κοινός παρανομαστής σε Βορρά και
Νότο είναι τελικά η ανάγκη εξοικονόμη
σης ενέργειας που μεταφράζεται σε πε-